- ἄγκιστρα
- ἄγκιστρονfish-hookneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἄγκιστρα — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγκιστρ' — ἄγκιστρα , ἄγκιστρον fish hook neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
ονυχοτευθίδα — (onychoteuthis). Γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη των οποίων οι βραχίονες καταλήγουν σε άγκιστρα. Τα άγκιστρα αυτά, σε συνδυασμό με τις μυζητικές κοτύλες, αποτελούν σημαντικότατο σύστημα σύλληψης. Ορισμένα είδη του γένους… … Dictionary of Greek
άγγριφας — και άγριφας, ο σιδερένιο όργανο με άγκιστρα στο ένα άκρο, που χρησιμοποιούν για να ανασύρουν τους κουβάδες που πέφτουν στα πηγάδια (αρπάγη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄγριφος < μτγν. ουσ. ἀγρίφη (= τσουγκράνα)] … Dictionary of Greek
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες … Dictionary of Greek
αγκιστροποιός — ο αυτός που κατασκευάζει άγκιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + ποιῶ] … Dictionary of Greek
αγκιστροφόρος — ο αυτός που φέρει άγκιστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄγκιστρον + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek